Το μέλι μας έχει την δική του ιστορία

ΠΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Όπως «όταν βλέπεις σμάρια μέλισσες πυκνά να ξεπορτίζουν,
κι όλο καινούργιες ξεπετάγονται μεσ’ απ’ τον τρύπιο βράχο,
και στους ανθούς τους ανοιξιάτικους τσαμπιά πετάνε.»
Ομήρου Ιλιάς Β, 87-89, μετάφρ. Ν.Καζαντζάκης – Ι.Θ.Κακριδής [1976]
(περιγράφοντας πώς πετάχτηκαν οι Αργείτες μετά τα λόγια του Νέστορα)

Ήμουν 8-9 ετών όταν ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι καβάλα στην καπούλα της γαϊδάρας μας, επιστρέφαμε μαζί με τον πατέρα μου από το περιβόλι στο βοκολείο. Αυτή, για μένα, ήταν η καλύτερη ώρα που δεν χόρταινα να ακούω ιστορίες από τη μάνα μου και τον πατέρα μου. [Σαν αυτές που ζαλίζω, τώρα, τους φίλους μου στα περπατήματά μας στα τσιριγώτικα μονοπάτια!]. Ησυχία και μόνο ο ήχος από τις οπλές του ζώου ακουγόταν.

Αυτή την ηρεμία διέκοψε ένας περίεργος θόρυβος, ένα βουητό που φαινόταν να μας πλησιάζει. Ένα μικρό μαύρο συννεφάκι περνούσε από μπροστά μας. Κάτι που δεν είχα ξαναδεί! Τι είναι αυτό; ρώτησα. Ζυμάρι, μου απάντησε με μια λέξη ο πατέρας μου. Μπερδεύτηκα. Δηλαδή; τον ρώτησα.

Τότε, αφού πρώτα παρακολούθησε πού θα καθήσει, με πήγε κοντά και μου έδειξε ένα τσαμπί μέλισσες να κρέμεται σε ένα κλαδί. Άρχισε να μου εξηγεί, από όσα μπορούσε να γνωρίζει –μιας και δεν ήταν μελισσοκόμος– τι είχε συμβεί.

Όταν φτάσαμε στο χωρίο ενημέρωσε έναν μελισσοκόμο, που είχε τα μελίσσια του εκεί κοντά, και πήγε και μάζεψε το μελισσοζύμαρο. Εγώ ενθουσιάστηκα με αυτό που είδα κι έμαθα, αλλά μου κακοφάνηκε που δεν πήραμε εμείς αυτόν τον αδέσποτο θησαυρό. Αποφάσισα, τότε, να ψάξω να βρω ένα άλλο ζυμάρι που θα ήταν το ολόδικό μου μελίσσι.

Μάζεψα, λοιπόν, κάτι παλιά σανίδια από ένα παλιό σπίτι και με ένα πριόνι, ένα σφυρί και λίγες πρόκες άρχισα να κατασκευάζω την πρώτη μου κυψέλη. Παρά το (πολύ) νεαρόν της ηλικίας μου, τα κατάφερα! Ένα ξύλινο κουτί που έμοιαζε με κυψέλη ήταν έτοιμο να φιλοξενήσει το πρώτο μου μελίσσι.

Θα ήμουν όμως τυχερός να το βρω;

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΜΕΛΙΣΣΙ

Ο μεγάλος μας αδελφός, ο Γιώργος, ήταν ήδη μελισσοκόμος από το 1970. Έτσι είχα την ευκαιρία από πολύ μικρός να γνωρίσω το καλό μέλι, να αγαπήσω τις εργασίες της μελισσοκομίας και να έχω κάποιες πρώτες εμπειρίες από … τσιμπήματα μελισσών.

Πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια από όταν εκτυλίχθηκε η προηγούμενη ιστορία μας με το χαμένο ζυμάρι. Ένα πρωί, ο θείος μου o Θόδωρος μού είπε ότι στην κουφάλα μιας λιόριζας στο κάτω Βουκολείο, είχε μπει ένα ζυμάρι μέλισσες. Ήταν αυτό που ονειρευόμουν και έψαχνα τόσα χρόνια! Καβάλησα την μηχανή μου, μια HONDA XL185 S και έφτασα αστραπιαία στην ελιά. Για καλωσόρισμα, οι μέλισσες μού επιφύλαξαν τρία – τέσσερα τσιμπήματα, αφού πήγα χωρίς προστασία μάσκας, γάντια και καπνό.

Όλο χαρά επέστρεψα στο σπίτι και ζήτησα βοήθεια από τον αδελφό μου. Με συμβούλεψε τι πρέπει να κάνω και επέστρεψα στην ελιά με την δική μου κυψέλη αυτή την φόρα, την οποία τοποθέτησα πολύ κοντά εκεί που μπαινόβγαιναν οι μέλισσες στη ρίζα της. Κάθε μέρα πήγαινα σιγά-σιγά έρποντας με την κοιλιά, σαν να έκανα κατασκόπευση σε επικίνδυνο στρατό, μέχρι την είσοδο της ελιάς και της παρακείμενης κυψέλης μου που περίμενε τους πρώτους της ενοίκους. Για αρκετή ώρα παρακολουθούσα πώς δούλευαν οι μέλισσες κατά χιλιάδες ασταμάτητα μπες-βγες στη ρίζα της ελιάς. Αλλά στη δική μου κυψέλη δεν έμπαινε καμμία!

Κάποια στιγμή βαρέθηκα και για αρκετές ημέρες δεν ξαναπήγα να δω τι γίνεται. Όταν, η περιέργεια νίκησε την αρχική μου απογοήτευση, αποφάσισα να ξαναπάω κι εκεί με περίμενε έκπληξη και χαρά μεγάλη. Πάρα πολλές μέλισσες μπαινοβγαίναν και στη δική μου κυψέλη. Ένα μεγάλο ζυμάρι (μελισσοσμήνος) είχε εγκατασταθεί εκεί.

Είχα επιτέλους το πρώτο δικό μου μελίσσι!

 

Η ΠΟΡΕΙΑ ΜΟΥ

ΣΤΗ ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΑ



Soundtrack της φωτογραφίας. Πατήστε Play

Όπως όλα τα Ελληνόπουλα, έτσι κι εγώ ξεκίνησα από πολύ νωρίς να αναζητώ την επαγγελματική μου αποκατάσταση. Πριν κλείσω τα δεκαπέντε μου, έβγαλα τα πρώτα μου ένσημα: σε μηχανουργεία, συνεργεία αυτοκινήτων, εργοστάσια κατασκευής μηχανημάτων, οικοδομές (φτυάρι, πηλοφόρι) και φυσικά στον εοκικό επαγγελματικό μονόδρομο ως σερβιτόρος.

Τελειώνοντας τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις άρχισα να σκέφτομαι πιο σοβαρά την επόμενη ημέρα. Μόνιμο στήριγμα, πριν φτιάξω τη δική μου οικογένεια, ήταν πάντα τα αδέλφια μου. Έτσι, ο Γιώργος, σαν μεγαλύτερος αδελφός, με πήρε κοντά του, δείχνοντας μεγάλη υπομονή για τα ξενύχτια μου στη ντίσκο και τα μπαράκια στο Καψάλι: τον βοηθούσα στα μελίσσια του, κάναμε παραφυάδες και τρυγούσαμε το καλοκαίρι. Είχα και την πρώτη άσχημη εμπειρία από πολλά τσιμπήματα αλλά δεν το έβαλα κάτω.

Αφού έδειχνα για καλός μαθητής, μου έκανε μια πρόταση – συμφωνία: Να ενταχθούμε στο πρώτο αναπτυξιακό πρόγραμμα της ΕΟΚ (ΚΑΝ.1262/82) και να αυξήσουμε τα μελίσσια μας. Εγώ είχα μόνο ένα μελίσσι, ενώ ο Γιώργος πάνω από εκατό. Παράλληλα αρχίσαμε εντατικό διάβασμα, παρακολούθηση σεμιναρίων και συνεδρίων. Για να αποκτήσουμε μεγαλύτερη πρακτική εμπειρία, επισκεπτόμαστε τακτικά έναν παλαιό μελισσοκόμο με πολλά μελίσσια και τον βοηθάγαμε όταν είχε ανάγκη. Οι συμβουλές του χρήσιμες για μια ζωή.

Ο συνεταιρισμός μας θα τελείωνε μόλις θα παντρευόμαστε· τότε θα μοιραζόμαστε τα μελισσοσμήνη. Έτσι κι έγινε. Παντρευτήκαμε με μια εβδομάδα διαφορά! Με τον αδελφό μου, αφού πήραμε ο καθένας τον δρόμο του, συνεχίσαμε να βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Έχουμε ζήσει δύσκολες αλλά και πολύ όμορφες μελισσοκομικές στιγμές.

Τον ευχαριστώ που με έμαθε να αγαπώ και να υπηρετώ τις μέλισσες.

 

 

Πάντα ήμουν τολμηρός και αποφασιστικός. Είχα μάθει να παίρνω γρήγορες αποφάσεις ακόμα και για δύσκολα θέματα. Όταν ήρθε η ώρα να γυρίσω την πρώτη σελίδα της ζωής μου, δεν δίστασα καθόλου. Έτσι, πολύ γρήγορα και πριν καλά-καλά το καταλάβουμε, βρεθήκαμε παντρεμένοι με την Ελένη. Η υπέροχη ορμητικότητα του έρωτα δεν μας άφησε να σκεφτούμε αν έχουμε δουλειά, σπίτι, χρήματα και ό,τι μπορεί να χρειαστεί ένα νέο ζευγάρι για να στήσει τη ζωή του και μια καινούργια οικογένεια. Είχαμε όμως ανεξάντλητη όρεξη για δουλειά.

Η Ελένη “με πολλά χιλιόμετρα” πάνω στο βουνό και στα χωράφια, μιας και η οικογένειά της ήταν κτηνοτρόφοι, δεν δίστασε να φορέσει τη μελισσοκομική φόρμα και τη μάσκα, και να πάρει στα χέρια της το καπνιστήρι. Αποφασίσαμε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μελισσοκομία και να αυξήσουμε τα μελίσσια μας. Τα χρήματα που είχαμε στην μπάντα, έφταναν ίσα-ίσα για τη σύνταξη μελέτης για ένταξή μας στο αναπτυξιακό πρόγραμμα του Υπουργείου Γεωργίας (ΚΑΝ. 797/87) όπως και έγινε. Αγοράσαμε καινούργιες κυψέλες, μελισσοσμήνη, εργαλεία και αρχίσαμε τη δουλειά.

Soundtrack: Πατήστε Play

Κάναμε μια δουλειά που μας άρεσε και μας έδινε τη δυνατότητα να είμαστε κοντά στην φύση όπως είχαμε μάθει από παιδιά. Ήταν μια δουλειά που μας απελευθέρωνε, μας γοήτευε και εμβάθυνε την αγάπη μας για τις κοινές μας ασχολίες και ενδιαφέροντα. Η φύση με τα χιλιάδες της πρόσωπα ήταν πάντα εκεί να μας καλωσορίσει. Κι έτσι χρόνο με τον χρόνο, τρύγο τον τρύγο, η Βοσκοπούλα της νιότης μου “μεταμορφώθηκε” στη Μελισσοκόμο της κοινής μας ζωής.

​Θυμάμαι συχνά μια παροιμία που μου έλεγε πολλές φορές η μάνα μου:

«Το ξένο βιος ευκολολογάριαστο»

Βλέποντας άλλους μελισσοκόμους, που είχαν προοδεύσει, τα θεωρούσαμε όλα εύκολα και ρομαντικά. Δεν γνωρίζαμε ότι ένα πολύ δύσκολο κομμάτι στο στήσιμο της μελισσοκομικής μας επιχείρησης ήταν το τελευταίο, πιο άχαρο και λιγότερο παραγωγικό στάδιο, εκεί όπου απουσίαζαν οι μέλισσες, οι κυψέλες και το θυμάρι αλλά περίσσευαν οι υπηρεσίες, τα χαρτόσημα και τα παραστατικά: να καταφέρουμε να καθιερωθούμε στην αγορά.

Όταν βγάλαμε την πρώτη παραγωγή και το μέλι μπήκε στο βαρέλι, εμείς το κοιτούσαμε και αναρωτιόμαστε: και τώρα, τι κάνουμε; Η ποσότητα βέβαια μικρή – η ποιότητα όμως ασυναγώνιστη! Αλλά πώς να βρει τον δρόμο για τον καταναλωτή;

Η βοήθεια ήρθε και πάλι από τον Γιώργο που, σαν παλαιότερος μελισσοκόμος, είχε χτίσει το δικό του όνομα, το οποίο έφτανε πολύ μακριά, μέχρι την Αμερική. Έτσι, πριν πουλήσουμε ένα κιλό μέλι στης Ελλάδα, κάναμε την πρώτη μας εξαγωγή μιας μικρής ποσότητας (στην οποία εμείς συμβάλαμε κατά το 1/3 και ο Γιώργος κατά τα 2/3) εξαιρετικού θυμαρίσιου μελιού. Η διαδικασία ήταν πολύ δύσκολη, με ισοτιμίες δραχμής – δολαρίου, με τραπεζικές διαδικασίες, τελωνειακή γραφειοκρατία, απέραντη αναμονή και εξονυχιστικούς ελέγχους. Όλα, όμως, πήγαν καλά και οι πόρτες άνοιξαν. Συνεχίσαμε με νέους πελάτες, που σήμερα είναι φίλοι μας. Κάθε Ιούλιο, περιμένουμε τον Δημήτρη, που είναι άριστος γευσιγνώστης, να δοκιμάσουμε μαζί τη νέα παραγωγή πριν καν πάει στο εργαστήριο για ανάλυση.

Καταλάβαμε ότι χρειάζεται διαρκής αγώνας χωρίς καμία έκπτωση στην ποιότητα γιατί τίποτα δεν χαρίζεται και τίποτα δεν συγχωρείται. Μια αβλεψία, ένας μικρός συμβιβασμός με τη μετριότητα, μια στιγμιαία αδυναμία μπορεί να γίνει σπίλος στο καλό όνομα, μια μέτρια χρονιά μπορεί να κοστίσει μια δεκαετία. Κάθε βάζο πρέπει να είναι στο ύψος των προσδοκιών και των απαιτήσεων που έχει δημιουργήσει η πολυετής πορεία μας, κάθε Σήμερα είναι μια υπόσχεση και κάθε Αύριο οφείλει να είναι η εκπλήρωσή της. Το χρώμα, η διαύγεια, η γεύση, το άρωμα, η ποιότητα πρέπει να μεταδίδει μια νότα Τσιρίγου στην Αθήνα, στον Πειραιά αλλά και στην Αμερική και την Αυστραλία.