Το μέλι είναι ένας ανεκτίμητος ελληνικός θησαυρός και το κυθήριο μέλι μία από τις πιο εκλεκτές ποικιλίες του. Ο Γιάννης Πρωτοψάλτης, μελισσοκόμος των Κυθήρων, μας εξηγεί τι το κάνει τόσο ξεχωριστό και μας αποκαλύπτει τα μυστικά αυτού του φάρμακου της φύσης, που είναι συγχρόνως και ένα ασυναγώνιστο deli…
Η πολύτιμη τροφή των θεών
Στην ελληνική μυθολογία το μέλι θεωρούνταν τροφή των θεών. Η αξία του ήταν τέτοια, που οι θεοί το αντάλλαζαν σαν δώρο μεταξύ τους και οι θνητοί το πρόσφεραν σ’ αυτούς για να ξεφύγουν από τις τιμωρίες τους. Χιλιάδες χρόνια αργότερα, το μέλι εξακολουθεί να θεωρείται ένα από τα πιο εκλεκτά εδέσματα που προσφέρει η φύση, ενώ η ελληνική χλωρίδα χαρίζει τις πιο εκλεκτές ποικιλίες. Εκτός από τη λεπτή γεύση και το άρωμά του έχει ανεκτίμητη διατροφική αξία, ενώ οι ιδιότητές του το κάνουν ιδιαίτερα δημοφιλές σε προϊόντα ιατροφαρμακολογίας, ομορφιάς και περιποίησης.
Γλύκισμα και φάρμακο της φύσης
Μέλι είναι το καθαρό προϊόν που παράγουν οι μέλισσες συλλέγοντας νέκταρ ή άλλους φυσικούς χυμούς από μέρη φυτών και το εμπλουτίζουν με δικές τους ουσίες πριν το αποθηκεύσουν στις κηρύθρες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το μέλι να αποτελείται από σχεδόν 180 ουσίες, μεταξύ άλλων βιταμίνες, πρωτεΐνες, ένζυμα, στοιχεία που το καθιστούν μία εξαιρετικά πολύτιμη τροφή. Ήδη από την αρχαιότητα μελετούνται οι θεραπευτικές του ιδιότητες και χρήσεις στην ιατρική και έρευνες έδειξαν πως έχει τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα ευεργετικά αποτελέσματα. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από μία ή δύο κουταλιές μέλι για να ανακουφίσει ένα μικρό πονόλαιμο ή διαλυμένο σε ένα ρόφημα να βοηθήσει στην αϋπνία. Δρα κατά της κοπώσεως χάρη στη φρουκτόζη που περιέχει αλλά επιδρά και στην καρδιά αυξάνοντας τη μυϊκή δύναμη. Χάρη στις γλυκαντικές του ουσίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη μαγειρική και ζαχαροπλαστική για να δώσει μια πιο ελαφριά και αρωματική γλυκιά γεύση, με πιο υγιεινό τρόπο από τη ζάχαρη. Με όλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για έναν από τους πολυτιμότερους συμμάχους της ανθρώπινης υγείας και ένα προϊόν που δεν πρέπει να λείπει από το σπίτι.
Το ιδιαίτερο τσιριγώτικο μέλι
Στην Ελλάδα παράγεται μεγάλη ποικιλία μελιών λόγω της διαφορετικότητας της ελληνικής φύσης από περιοχή σε περιοχή. Το μέλι ελάτου από τον Μαίναλο και τον Ταΰγετο, πορτοκαλιού από την Άρτα και το Άργος, πεύκου από τη Χαλκιδική, θυμαρίσιο από πολλές περιοχές καθώς και πολλά ακόμη είδη, είναι το καθένα ξεχωριστό και με τα δικά του μοναδικά αρώματα. Ωστόσο, το τσιριγώτικο -το μέλι των Κυθήρων δηλαδή- παρόλο που αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 10 % της ελληνικής παραγωγής, είναι ονομαστό για τη γεύση του. Κι αυτό δεν είναι νέο. Αναφορές στο εκλεκτό αυτό μέλι με το ιδιαίτερο άρωμα γίνονται ήδη από τον 4οαι. π.Χ…
Όπως μας λέει ο Γιάννης Πρωτοψάλτης, παραγωγός μελιού στα Κύθηρα από το 1989, «αυτό οφείλεται στη χλωρίδα του νησιού και κυρίως στο θυμάρι». Υπερασπιστής του ελληνικού μελιού, εξηγεί πως «κάθε περιοχή βγάζει εξαιρετικό μέλι. Θυμαρίσιο μέλι ειδικά, βγάζουν τα περισσότερα νησιά καθώς μπορεί κανείς να συναντήσει εκεί περισσότερα από 70 είδη θυμαριού. Έχουμε όμως την τύχη, ο τόπος μας, τα Κήθυρα, να δίνει έναν αρωματικό συνδυασμό που το κάνει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα. Αυτό είναι που τα διαφοροποιεί και μεταξύ τους: άλλη χλωρίδα, άλλη γεύση. Ακόμη και μέσα στο ίδιο το νησί, δύο παραγωγοί μπορεί να έχουν άλλο αποτέλεσμα, ανάλογα με την περιοχή που βρίσκονται τα μελίσσια τους. Η παρουσία δύο ειδών θυμαριού στα Κύθηρα, δίνει στο μέλι μας αυτό το άρωμα».
Οσα δεν ξέρουμε για το μέλι, από έναν ειδικό
Η παραγωγή μελιού στα Κύθηρα ξεκινάει τον Ιούλιο, ακολουθώντας την ανθοφορία του Ιουνίου και, ανάλογα με την τοποθεσία μπορεί να διαρκέσει το πολύ μέχρι και τον Αύγουστο. Ακολουθεί αμέσως η διαδικασία της συσκευασίας του χωρίς καμία επεξεργασία. «Το μέλι πρέπει να είναι αγνό και ακατέργαστο. Όταν το συλλέγουμε από την κηρήθρα, μένει για πέντε περίπου μέρες σε βαρέλια, όπου λόγω του μεγάλου ειδικού του βάρους ανεβαίνουν στην επιφάνεια, τον αφρό δηλαδή, τα μικρά κομματάκια κεριού, ενώ οποιαδήποτε σκόνη κάθεται στον πάτο. Στη συνέχεια ανοίγουμε την κάνουλα και πέφτει διαυγές το μέλι στα βάζα. Όσο πιο πολύ το αφήσεις στο βάζο τόσο περισσότερο διαυγές θα γίνεται. Καλύτερα είναι να φυλάσσεται σε γυάλινες και όχι μεταλλικές συσκευασίες, ενώ οι σκουρόχρωμες είναι μεν πιο σωστές αλλά κρύβουν το χρώμα του μελιού που είναι σημαντικό μέρος της ταυτότητάς του». Καθώς είναι ένα προϊόν καθαρά φυσικό, μετά από ένα διάστημα χάνει τα ένζυμα και τη θρεπτική του αξία. «Ένας καλός χρόνος που δεν θα αλλοιωθεί το μέλι είναι στα 2 χρόνια. Σ’ αυτό το διάστημα πρέπει να φυλάσσεται σε μέρος σκοτεινό και δροσερό, γιατί οποιοδήποτε φως, φυσικό ή τεχνητό συμβάλλει στην αλλοίωσή του. Ιδανικά θα μπορούσε να φυλαχτεί στο ψυγείο, αλλά έτσι σκληραίνει και χάνει τη ρευστότητά του».
Ένα φυσικό φαινόμενο του μελιού είναι η κρυστάλλωση, που μπορεί να συμβεί είτε ομοιόμορφα σε όλη την ποσότητα μελιού είτε ανομοιόμορφα, με αποτέλεσμα το μέλι να χωριστεί στα δύο, με το κρυσταλλωμένο κομμάτι να κάθεται κάτω. «Αυτό είναι κάτι απόλυτα φυσικό και δεν μεταβάλλει σε καμία περίπτωση την θρεπτική αξία του μελιού» μας λέει ο Γιάννης Πρωτοψάλτης. «Λανθασμένα ο κόσμος πιστεύει πως η κρυστάλλωση είναι κριτήριο ποιότητας όπως και το χρώμα. Αυτή δεν είναι σωστή αντίληψη. Το χρώμα και ο χρόνος κρυστάλλωσης διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή ανάλογα με το είδος του μελιού. Το πότε θα κρυσταλλώσει το μέλι εξαρτάται από τη θερμοκρασία διατήρησης, τα επίπεδα υγρασίας, τη σχέση ζαχάρων και τους πυρήνες κρυστάλλωσης. Θα συμβεί σε όλα, αργότερα ή γρηγορότερα. Το χρώμα του μελιού, επίσης, έχει να κάνει με το είδος του και την ηλικία της κηρήθρας, όχι με μέλι καλύτερης ή χειρότερης ποιότητας. Όταν κρυσταλλώσει το μέλι, ο καλύτερος τρόπος αποκρυστάλλωσής του είναι να το ζεστάνουμε σε μπεν μαρί, αλλά σε θερμοκρασία γύρω στους 45 βαθμούς ώστε το νερό να μην βράσει, γιατί αν ζεσταθεί πολύ, το μέλι θα χάσει τα θρεπτικά του συστατικά. Όση ώρα το ζεσταίνουμε πρέπει να το ανακατεύουμε διαρκώς και μετά να το αφήσουμε να ξανακρυώσει».
Eπάγγελμα: μελισσοκόμος
Ο Γιάννης Πρωτοψάλτης έχει μία από τις πιο επιτυχημένες παραγωγές του νησιού με έδρα το κεφαλοχώρι Μητάτα. Το μέλι του δεν προλαβαίνει να φτάσει στα ράφια, καθώς η παραγωγή είναι περιορισμένη και όλα τα βάζα κρατημένα πριν ετοιμαστούν. «Οι Έλληνες είναι καλοί πελάτες», μας λέει, «αγοράζουν μεγαλύτερες ποσότητες για να προσφέρουν και αλλού, δεν είναι όμως τόσο ενημερωμένοι και ψωνίζουν χωρίς ιδιαίτερη έρευνα. Οι ξένοι αντίθετα, ενώ αγοράζουν πολύ μικρές ποσότητες, κυρίως λόγω δυσκολίας στη μεταφορά, είναι πιο ψαγμένοι, διαβάζουν ετικέτες και ξέρουν τι ψάχνουν. Ολοι όμως έχουν δείξει πολύ θετική ανταπόκριση και αυτό μας χαροποιεί πολύ». Μέρος αυτής της επιτυχίας οφείλεται στην αγάπη που έχει για τη μελισσοκομία και την αφοσίωση που της έχει δείξει. Μας λέει αυτό που θα ακούσετε από πολλούς μελισσοκόμους: «Η μελισσοκομία δεν είναι επάγγελμα, είναι πρώτα απ’όλα χόμπυ. Πρέπει να το θέλεις και να το αγαπάς, να ξεκινήσεις ως ερασιτέχνης και στη συνέχεια να το αναπτύξεις. Οι μέλισσες είναι μια ζωντανή κοινωνία, συνεργάζεσαι μαζί τους, τις φροντίζεις και αυτές σου προσφέρουν το μέλι». Περισσότερο όμως από τη δουλειά του, καμαρώνει για τις δύο του κόρες, που όπως λέει ο ίδιος έχουν εργαστεί με μεγάλη αγάπη, ασχολούνται με τη μελισσοκομία, διαβάζουν και εξελίσσονται συνεχώς.
Δεν είναι και λίγο να βλέπεις τη νέα γενιά να επιλέγει ένα παραδοσιακό επάγγελμα της υπαίθρου και να παραμένει σε ένα μικρό νησί…
Ιάνθη Μιχαλάκη
Δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο TASTY – GUIDE